Το βιβλίο του Κωστή Κορνέτη «Τα Παιδιά της Δικτατορίας» [Πόλις, 2015] το διάβασα τον Αύγουστο που μας πέρασε κι έτσι, τώρα, μπορώ να γράψω κι εγώ μερικά λόγια. Εκείνο που θέλω να πω από την αρχή είναι πως το συγκεκριμένο βιβλίο είναι το καλύτερο, απ’ αυτά που κυκλοφόρησαν τα τελευταία χρόνια, και που επιχειρούν να ερμηνεύσουν το νεολαιίστικο κίνημα (ας το πούμε έτσι χοντρικά), μέσα από τις διάφορες εκφάνσεις του την εποχή των ελληνικών
long sixties (από τις αρχές του ’60, μέχρι την πτώση της δικτατορίας).
Ο Κορνέτης δε μασάει… νεοφιλελέδικο ταραμά και όπως γράφει από τις πρώτες κιόλας γραμμές τού βιβλίου του, για να διαλύσει αμέσως τα νέφη που μαζεύτηκαν τα τελευταία χρόνια πάνω από την έννοια «Πολυτεχνείο», σημειώνει:
«Αυτή την αναθεωρητική οπτική (σ.σ. της αμφισβήτησης του Πολυτεχνείου) τη θεωρώ όχι απλώς εξαιρετικά άστοχη και ανιστορική, αλλά και επικίνδυνη, αφού τείνει να μετατρέψει το Πολυτεχνείο, από ένα γενικά αποδεκτό “τόπο μνήμης” μετά τη Χούντα σε διχαστικό μνημονικό γεγονός». Πάνω σ’ αυτή τη βάση είναι δομημένο το βιβλίο του, το οποίο αποτελείται από την Εισαγωγή, πέντε πολυσέλιδα κεφάλαια και τον Επίλογο. Θα τα δούμε αναλυτικά, αλλά, εννοείται, περιληπτικά.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στην εισαγωγή του ο Κορνέτης εμμένει επί της θετικής σημασίας του «Πολυτεχνείου», αντιμετωπίζοντας λογικά, κατ’ αρχάς την κριτική που δέχεται η Γενιά του Πολυτεχνείου, γράφοντας πως «στην Ελλάδα, όπως και αλλού, σε κάθε μέλος υπουργικού συμβουλίου αντιστοιχούν δεκάδες διαδηλωτές και διαδηλώτριες που χάθηκαν…», επισημαίνοντας συγχρόνως πως η Χούντα καλλιέργησε, άθελά της (όπως χαρακτηριστικά γράφει) ένα πολυδαίδαλο έδαφος, που καθόρισε την πορεία των ελληνικών long sixties. Φυσικά και συνέβη τούτο, μόνο που δε συνέβη, πάντα, και τόσο άθελά της… Διαχωρίζει επίσης, ο Κορνέτης, τους αντικαθεστωτικούς ακτιβιστές σ’ εκείνους που δραστηριοποιήθηκαν χωρίς εμφανή αποτελέσματα (και που είχαν ξεκινήσει προδικτατορικά) και σ’ εκείνους (μετά το 1971-72), που επέλεξαν τη μαζικότερη διαμαρτυρία αντί για την ατομική δράση τής προηγούμενης περιόδου. Γράφει επίσης για τις υποκουλτούρες από το εξωτερικό που συνεισέφεραν στο φοιτητικό κίνημα (κάτι που ελέγχεται βεβαίως), προσθέτοντας πως οι προφορικές πηγές (οι οποίες είναι πολυπληθείς στο βιβλίο) «διευκολύνουν τη διερεύνηση της μνήμης». Δεν χρειάζεται να πούμε πως οι προφορικές πηγές (όπου εκείνες εμφανίζονται) είναι ένα από το πιο ευεπίφορα σε κριτική παραθέματα του βιβλίου και πως υπάρχουν ουκ ολίγες αντικρουόμενες απόψεις σε αυτές. Παρά ταύτα ο Κορνέτης επιμένει πως η προφορική ιστορία, σε συνδυασμό με άλλες μεθόδους και πρακτικές, συμβάλλει στην αποσαφήνιση των γεγονότων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ – Μια κοινωνία αλλάζει
Εδώ δίνονται τα πρώτα ιστορικά στοιχεία για τη δεκαετία του ’60 και βασικά γίνεται λόγος για κάποια δείγματα φιλελευθεροποίησης (επιστροφή εξορίστων, παλιννοστούντες από χώρες του ανατολικού μπλοκ κ.λπ.), παρότι η ελληνική δημοκρατία εμφανιζόταν ακόμη διχαστική. Ο Κορνέτης γράφει, επίσης, για τον τουρισμό, που κυρίως επί Χούντας απογειώθηκε, πως ο φοιτητικός πληθυσμός αυξανόταν συνεχώς από το 1960 έως το 1972, ενώ γίνεται και περιγραφή του φοιτητικού ακτιβισμού την εποχή του 1-1-4 και του Συνδέσμου Νέων για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό “Μπέρτραντ Ράσελ”. Κάπως μπερδεμένη, όμως, εμφανίζεται η φάση με τους τεντυμπόηδες, τους γιεγιέδες, τον Λαδά και το μίνι – δεν είναι εννοώ αυστηρώς καθορισμένες οι χρονικές στιγμές που συνέβαιναν όλα αυτά. Ο Κορνέτης λέει πολύ σωστά, εδώ, πως, παράλληλα με το Νέο Κύμα, αναπτυσσόταν στη μουσική μας και το ελληνικό ποπ/ροκ, το αγγλόφωνο βασικά, που, πάντως, δεν εμφάνιζε στα λόγια του καμμία κοινωνική διάσταση. Και κάπως έτσι, εδώ, μπαίνει ο Σαββόπουλος, ο οποίος σταδιακά θα έβλεπε στο ροκ και κάποια ανατρεπτικά χαρακτηριστικά (αν και τον Σαββόπουλο τον είχε προλάβει ο Λοΐζος με τα προδικτατορικά «Νέγρικα» και τη συνεργασία του με τους Cinquetti). Εδώ υπάρχει επίσης το ξεχωριστό υποκεφάλαιο για τη Γενιά του Ζήτα, τους Λαμπράκηδες δηλαδή, ενώ σωστά τονίζεται πως «το να ήσουνα οργανωμένος στους Λαμπράκηδες ήταν πραγματικά ηρωικό, διότι κινδύνευες άμεσα, χωρίς καλαμπούρια» (από συνέντευξη).
Γίνεται, επίσης, αναφορά στο υπερεκτιμημένο (για μένα) περιοδικό Πάλι και στο πολύ σοβαρό περιοδικό της Αριστεράς Επιθεώρηση Τέχνης, στις συντηρητικές Εποχές, στο μαϊκό Αναγέννηση, αλλά όχι και στην προδικτατορική Πανσπουδαστική. Η εστίαση στους Λαμπράκηδες είναι αξιόλογη, καθώς διερευνώνται και οι λιγότερο κεντρικές ή και περιθωριακές κατευθύνσεις της οργάνωσης (ακόμη και η ένοπλη βία), την ώρα κατά την οποίαν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί και άλλοι (κρατική εξουσία, αστυνομία, συντηρητικός Τύπος, σχολεία…) λάβαιναν τα μέτρα τους προς πάσα κατεύθυνση. Το σημαντικό αυτού του κεφαλαίου έρχεται στο τέλος, όταν με αφορμή τη συναυλία των Rolling Stonesστο Γήπεδο του Παναθηναϊκού (17 Απριλίου 1967), γίνεται ο διαχωρισμός ανάμεσα στους απολίτικους γιεγιέδες και στην πολιτικοποιημένη νεολαία. Ο Κορνέτης γράφει πολύ σωστά πως στις αρχές της δεκαετίας του ’70… «μια νέα γενιά θα απορροφούσε τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της απολίτικης αντικουλτούρας (σ.σ. το μακρύ μαλλί για παράδειγμα) και θα τα συνέδεε αρμονικά με ένα νέο τύπο πολιτικοποίησης».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ – Φοίνικας με ξιφολόγχη
Το κεφάλαιο αυτό έχει να κάνει με τη Χούντα φυσικά, η οποία περιγράφεται χοντρικά και σωστά σ’ αυτές τις λίγες γραμμές… «Η ιδεολογία της Χούντας αποτελούσε ακραία εκδοχή της μετεμφυλιακής ιδεολογικής υπερδομής του ελληνικού κράτους, που βασιζόταν στον εμπαθή αντικομμουνισμό και στην εξύμνηση ενός μεταφυσικού ελληνικού πνεύματος». Γίνεται επίσης λόγος για την ευρύτερη παθητική αντίσταση στο καθεστώς, που αιτιολογείται και μέσω της βελτίωσης του επιπέδου διαβίωσης. Ο Κορνέτης γράφει πως «η Χούντα διέγραψε τα χρέη των αγροτών, αύξησε τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, εξέδωσε περισσότερες οικοδομικές άδειες και πρόσφερε υψηλότερα επιδόματα και δάνεια στο μέσο έλληνα μικροαστό», αντιμετωπίζοντας επιπλέον «προνομιακά (και) τον τουριστικό τομέα». Γίνεται επίσης λόγος για την αντίσταση στο καθεστώς από ’κείνους τους αριστερούς, που δεν είχαν συλληφθεί, σημειώνοντας πάντως πως η συγκεκριμένη αντιστασιακή δράση δεν απέκτησε κοινωνική δυναμική (παρότι δυναμικές ενέργειες συνέβησαν). Γίνεται λόγος, λοιπόν, για τη Δημοκρατική Άμυνα (ΔΑ), το Πανελλήνιο Αντιδικτατορικό Μέτωπο (ΠΑΜ) και το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (ΠΑΚ). Επίσης γίνεται μια αρχική προσπάθεια να περιγραφεί η κατάσταση στα πανεπιστήμια στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, που χοντρικά ήταν απολύτως ελεγχόμενη από το καθεστώς.
Στη συνέχεια ο Κορνέτης μπαίνει σε κάποια θέματα, που φαίνεται να μην τα έχει ψάξει και τόσο, και που σχετίζονται με τη γενικότερη πληροφόρηση όσον αφορά στα πολιτικοκοινωνικά γεγονότα (από το εξωτερικό) και τη σχέση που οικοδομούσε το καθεστώς με κάποια στοιχεία της λεγόμενης «αντικουλτούρας». Ο Κορνέτης φαίνεται να δίνει περισσότερη βάση στις απόψεις ενός φαιδρού προσώπου (και για τα μέτρα των υπολοίπων χουντικών) του συνταγματάρχη Λαδά καθώς και στις ντιρεκτίβες του υπουργείου εσωτερικών, που γίνονταν για τα μάτια του κόσμου, τον εξευμενισμό της Εκκλησίας κ.λπ. («'οι Μπητλς και οι μπήτνικ, προϊόντα του τεντυμποϊσμού, δεν έχουν θέση στην Ελλάδα'»), αγνοώντας ή υποτιμώντας, για παράδειγμα, πως στο πρώτο καλοκαίρι της δικτατορίας οι Beatles, με την άδεια και τη στήριξη του καθεστώτος, γυρόφερναν τη χώρα (έμεναν στου Παπάγου, πήγαν Αράχωβα-Δελφούς, έκαναν κρουαζιέρα κ.λπ.). Εν συνεχεία γίνεται αναφορά στην πληροφόρηση που έφτανε απ’ έξω, καθώς τονίζεται, πολύ σωστά, εδώ, πως «οι ειδήσεις από τις εξεγέρσεις του εξωτερικού (σ.σ. το 1968) δεν αποσιωπήθηκαν πλήρως. Αντίθετα, η διαδικασία πληροφόρησης ήταν πολύ πιο δυναμική, παρά το έκδηλα καταπιεστικό πλαίσιο». Επιμένω σε τούτο, καθώς διάφοροι… χαλβάδες, που γράφουν ελαφρά τη καρδία γι’ αυτά τα θέματα, υποστηρίζουν πως ο κόσμος δεν ήξερε τίποτα, τότε, περί Μάη ’68, Martin Luther King, Rudi Dutschke κ.λπ., και πως η χώρα βρισκόταν στο απόλυτο σκοτάδι. Τέτοιες βλακείες υποστηρίζει στο βιβλίο και ο μουσικοκριτικός Γιώργος Νοταράς π.χ. (απόψεις του από το 1999).
Οι αναφορές στους έλληνες φοιτητές του εξωτερικού έχουν, βεβαίως, το νόημά τους, καθώς συμπίπτουν και με τη διάσπαση του ΚΚΕ (το Φλεβάρη του ’68), που τροφοδοτεί τις νέες… ενδοαριστερές συγκρούσεις. Γίνεται λόγος για τις οργανώσεις Κίνημα της 20ης Οκτώβρη και Κίνημα της 29ης Μαΐου, τη δημιουργία του ΕΚΚΕ και της ΛΕΑ (που προήλθαν ουσιαστικά από τη διάσπαση της 29 Μάη), καθώς και για τις δυναμικές βομβιστικές ενέργειες στην Αθήνα που ακολούθησαν όλο το επόμενο διάστημα (καταστροφή του αγάλματος του Τρούμαν, τον Νοέμβρη του ’70, ανατίναξη αμερικανικών αυτοκινήτων σε διαμαρτυρία για την επίσκεψη του αντιπροέδρου των ΗΠΑ Spiro Agnew κ.ά.). Περιττό να πούμε πως η επίσημη αριστερά αντιτασσόταν σ’ αυτού του τύπου τις δυναμικές ενέργειες και όπως γράφει και ο Κορνέτης «η νομιμοποίηση των βίαιων ενεργειών ως μέσου αντίστασης αποτελούσε ένα από τα κύρια σημεία τριβής μεταξύ των ελληνικών οργανώσεων στο εξωτερικό». Φυσικά υπήρχαν και οργανώσεις που είχαν σχηματιστεί και δρούσαν στην Ελλάδα, όπως η Λαϊκή Πάλη π.χ. – με τις βομβιστικές ενέργειες εναντίον στόχων του καθεστώτος και στόχων αμερικανών συμφερόντων κ.λπ. να είναι συνεχείς. Ο Κορνέτης δίνει, μάλιστα, κι ένα στατιστικό στοιχείο. «Κατά τη διάρκεια της Επταετίας τοποθετούνταν 27 βόμβες το χρόνο κατά μέσο όρο, τακτική που έφτασε στην κορύφωσή της το 1969».
|
Πρωτοσέλιδο της Μακεδονίας, 3 Σεπτεμβρίου 1970 |
Ένα σημαντικό υποκεφάλαιο αφορά εδώ στον Ρήγα Φεραίο (ιδρύθηκε τον Δεκέμβρη του ’67). Παρότι ο Ρήγας αναλώθηκε βασικά σε διανομή προκηρύξεων, τρικ και αναγραφές συνθημάτων σε τοίχους βγήκε και από εκείνου τα σπλάχνα μια δυναμική φράξια, ο Άρης Ρήγας Φεραίος (είναι γνωστή η ιστορία του Τσικουρή και της Αντζελόνι, που σκοτώθηκαν κατά την τοποθέτηση βόμβας έξω από την αμερικανική πρεσβεία, το Σεπτέμβρη του ’70). Φυσικά, η «τάξις» έχει τον τρόπο να ακυρώνει στην πορεία δυναμικές ενέργειες τέτοιου τύπου και μέσω της γελοιοποίησής τους (δες π.χ. την κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου «Μανωλάκης ο Βομβιστής» από την άνοιξη του ’73).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ – Το κουνούπι και ο ταύρος
Σ’ αυτό το κεφάλαιο ο Κορνέτης «μπαίνει» βασικά στα πανεπιστήμια, εξετάζοντας τις ζυμώσεις, τις οργανώσεις, τις δράσεις κ.λπ., ενώ εξετάζει και θέματα που αφορούν στην ψυχαγωγία της νεολαίας (εκδρομές, φεστιβάλ μουσικής, ποδόσφαιρο), στο δεύτερο μισό της δικτατορίας, και που επέδρασαν, θετικά ή αρνητικά, στη διαμόρφωση συγκεκριμένων συνειδήσεων. Γίνεται λόγος για τις δεξιές/ακροδεξιές και λοιπές καθεστωτικές φοιτητικές οργανώσεις που προσπαθούσαν να προσεγγίσουν τη νεολαία μέσω του ροκ διοργανώνοντας συναυλίες (Johnny Hallyday και Sylvie Vartan, Ντέμης Ρούσσος) ή τυπώνοντας περιοδικά που υμνούσαν τους δικτάτορες (Φοιτητικός Παλμός κ.λπ.). Βασικά το φοιτητικό κίνημα απογειώνεται, όπως σωστά σημειώνει ο Κορνέτης, μέσω των συνεχών κινητοποιήσεων για την διεξαγωγή ελεύθερων φοιτητικών εκλογών (σταδιακά από το 1971 και μετά). Είχε «βοηθήσει» προς αυτό τα μάλλα η φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος, που διοχέτευσε, έτσι, την αντιχουντική δράση από τις παράνομες οργανώσεις της Αριστεράς στο μαζικότερο φοιτητικό κίνημα. Γίνεται λόγος για την ΕΚΙΝ (Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων), το Σύλλογο Κρητών Φοιτητών, την ΕΜΕΠ (Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων) κ.λπ.
Κάτι σημαντικό εδώ, που δεν το γνωρίζει πολύς κόσμος και έχει από μόνο του ίδιον βάθος είναι το γεγονός της σιωπηρής στήριξης (και) της ευρωπαϊκής Δύσης προς το χουντικό καθεστώς. Ο Κορνέτης γράφει πως η αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης (12 Δεκεμβρίου του ’69) προωθήθηκε, βασικά, από τις Σκανδιναυικές χώρες, που δεν ανήκαν στην τότε ΕΟΚ – η οποία ΕΟΚ έψαχνε να βρει λαγούμια για να επικοινωνήσει με τη χούντα, προσθέτω τώρα εγώ. Προγραμματιζόταν, μάλιστα, επίσκεψη στην Αθήνα του Helmut Schmidt, υπουργού οικονομικών της τότε Δυτικής Γερμανίας, τα Χριστούγεννα του ’73, την οποίαν απέτρεψαν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και το πραξικόπημα του Ιωαννίδη. Γίνεται επίσης λόγος για τις ομιλίες του Günter Grass και της οικονομολόγου Joan Robinson στην Αθήνα του ’72 (ΕΜΕΠ) και βεβαίως για τη διάλυση των «κεντρώων» αυτών οργανώσεων στα μέσα εκείνης της χρονιάς.
Το κεφάλαιο θα ολοκληρωθεί με την περιγραφή των καταστάσεων μέσα και έξω από τις Σχολές πλέον, καθώς οι οργανώσεις της Αριστεράς (ΚΟΣ, ΚΝΕ, Αντι-ΕΦΕΕ, ΟΜΛΕ/ΠΠΣΠ, ΕΚΚΕ/ΑΑΣΠΕ, ΠΑΚ/Παναρμόνια κ.ά.) άρχισαν να παίζουν έναν όλο και πιο σημαντικό ρόλο στα πράγματα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ – Στα χαρακώματα του πολιτισμού
Το κεφάλαιο αυτό είναι από τα πιο σημαντικά του βιβλίου, καθώς ο Κορνέτης εξετάζει τις σχέσεις ανάμεσα στις πολιτικές δραστηριότητες και τον πολιτισμό, την εποχή που μας ενδιαφέρει. Γίνεται λόγος για τα πρώτα νόμιμα αντιχουντικά κείμενα (Δεκαοχτώ Κείμενα, Νέα Κείμενα 2…), για τα περιοδικά που εξέφραζαν αντιχουντικές θέσεις (Συνέχεια, αντί…), για τους εκδοτικούς οίκους που τύπωναν το αριστερό βιβλίο (Νέοι Στόχοι, Σύγχρονη Εποχή κ.ά.) μετά την κατάργηση της προληπτικής λογοκρισίας για τα έντυπα, τον Νοέμβρη του ’69, για τα “underground” έντυπα (Λωτός, Κούρος, Panderma) κ.λπ. Ήταν όμως τα τρία «Μ» (Μαρξ, Μάο, Μαρκούζε), που μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον φοιτητών και νεολαίας, μαζί βεβαίως με το καθαρό λενινιστικό βιβλίο.
Και όπως αναφέρεται: «ενώ τα πρώτα βιβλία που κυκλοφόρησαν ήταν “αιρετικά”, κυρίως της αριστεράς ή της αμερικάνικης αριστεράς, Μαρκούζε και τέτοια, τελικά η μεγάλη πλειοψηφία της νεολαίας πήγε στο ΚΚΕ» (από συνέντευξη). Υπάρχουν αναφορές επίσης σε εκδόσεις, για τις οποίες έχουμε γράψει κι εμείς, εδώ στο δισκορυχείον, όπως για το βιβλίο Φοιτητική Δύναμη [Αρμός] ή το 1 φοιτητικά/ Μελέτες – Προγράμματα – Διακηρύξεις/ Η ιστορία του φοιτητικού Συνδικαλιστικού Κινήματος σ’ όλο τον Κόσμο [Υδροχόος] του Fred Halliday, ένα πολύ ενδιαφέρον ανάγνωσμα, που έφερνε το ελληνικό νεανικό-φοιτητικό κοινό (ή όποιο άλλο) σε επαφή με την πορεία των φοιτητικών κινημάτων στα πανεπιστήμια του κόσμου.
Φυσικά, ο Κορνέτης περνάει και από τον κινηματογράφο και τις ταινίες που ηθελημένα ή άθελά τους (θα πω εγώ) γαλούχησαν συνειδήσεις. Γίνεται λόγος κατ’ αρχάς για το περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος, για τις ταινίες του Αγγελόπουλου Αναπαράσταση και Μέρες του ’36, για το Προξενιό της Άννας και τον Μεγάλο Ερωτικό του Βούλγαρη, για την Ανοιχτή Επιστολή του Σταμπουλόπουλου (πιο παλιά ταινία αυτή, από το ’68), για το Μαύρο+Άσπρο των Ρεντζή-Ζερβού και φυσικά για ξένες ταινίες, είτε… κομμουνιστικές (Αϊζενστάιν, Jancsó), είτε αμερικανικές σαν τις γνωστές μπαλαφάρες (έτσι τις αποκαλώ εγώ) τύπου Easy Rider και Φράουλες και Αίμα, που «πούλαγαν» κάλπικη επαναστατικότητα – και η οποίες στα μυαλά των νεολαίων της εποχής είχαν και κάποιες «προοδευτικές» να τις πούμε επιδράσεις (οι φίλοι του δισκορυχείου ξέρουν πως για τις Φράουλες και Αίμα π.χ. έχω κάνει ειδική ανάρτηση). Σ’ αυτό το κεφάλαιο υπάρχει κι ένα προφορικό παράθεμα (Βουρεκάς, συνέντευξη) που σχετίζεται με τον Μεγάλο Ερωτικό του Χατζιδάκι και θέλω να το αντιγράψω, καθότι δείχνει πεντακάθαρα τα… ήθη της εποχής.
«Μου φαινόταν πολύ ακραίο, εν μέσω Χούντας, αυτός να βγάζει το Μεγάλο Ερωτικό. Μου ’σπαγε τα νεύρα, μου φαινόταν ανυπόφορο αυτό το πράγμα. Εχθρευόμουνα τη μουσική του ακριβώς γιατί δεν μπορούσε να εκφράσει αυτό που νιώθαμε όλοι οι άλλοι. Για μας η έκφραση ήταν η δράση, η πάλη η πολιτική, η αντιχουντική, η αντιδικτατορική δράση – τώρα τι μας λέει ο Μεγάλος Ερωτικός… Το θεωρούσαμε το λιγότερο μια ειρωνεία. Ένας άνθρωπος μικροαστός, που είναι κλεισμένος στον κόσμο του – εδώ ο κόσμος χάνεται και η πουτάνα λούζεται. Ακριβώς αυτό, αυτή ήταν η αίσθηση. Και τον σνομπάραμε και τον περιφρονούσαμε».
Από το σινεμά ο Κορνέτης περνάει στο θέατρο. Γράφει για τα αποτελέσματα της φιλελευθεροποίησης και στο χώρο του θεάτρου, για τα περιοδικά Ανοιχτό Θέατροκαι Θεατρικά, το Θέατρο Τέχνης, το Θέατρο Στοά, το Ελεύθερο Θέατρο, την παράσταση Το Μεγάλο μας Τσίρκο κ.λπ.
Από το σινεμά και το θέατρο… στη μουσική. Το ωραίο εδώ το λέει ο φοιτητής τότε και δημοσιογράφος σήμερα Αντώνης Νταβανέλος: «Εγώ θυμάμαι στο σχολείο μου είχαμε χωριστεί στα δύο: οι απολίτικοι ροκάδες, δηλαδή Led Zeppelin να το πω σχηματικά (σ.σ. πολύ σωστός!) και το πολιτικοποιημένο κομμάτι, που άκουγε Ντίλαν, Κρόσμπι Στιλς Νας και Γιάνγκ και ήταν τα ευαγγέλια». Ο Κορνέτης γράφει για… αρκετά(!) ελληνικά συγκροτήματα, που μιλούσαν για τα ναρκωτικά και το εξεγερσιακό πνεύμα (ποια ήταν αυτά;), χαρακτηρίζοντας τους Poll ως «συμβατικό ροκ συγκρότημα» (ok). Γράφει επίσης για τον απαγορευμένο Θεοδωράκη, για τον Σαββόπουλο, φθάνοντας όμως και στην υπερβολή (όταν αναφέρεται στο «εκρηκτικό μείγμα (που) είχε δημιουργήσει η ελληνική αντικουλτούρα»ή όταν αναπαράγει άκριτα τα περί «κρυφού σχολειού της ροκ στην Αθήνα» σχετικά με το δισκοπωλείο Pop 11, τις χαζές υπερβολές δηλαδή του Παύλου Σιδηρόπουλου). Περαιτέρω γίνεται λόγος για τον Γιάννη Μαρκόπουλο, την Κωχ, τον Ξυλούρη και τα ριζίτικα, τα αντάρτικα, τα ρεμπέτικα (κι εδώ δεν αποφεύγονται κάποιες υπερβολές, όταν διαβάζουμε πως η Μπέλλου και ο Τσιτσάνης «έπαιζαν ακόμη στους τεκέδες της Αθήνας»), τη μπουάτ Λήδρα κ.λπ.
Το υποκεφάλαιο «Έμφυλη στράτευση και “σεξουαλική επανάσταση”» ολοκληρώνει αυτό το μέρος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ – Οι δέκα μήνες που συγκλόνισαν την Ελλάδα
Το παρόν κεφάλαιο είναι φανερό σε τι ακριβώς αναφέρεται. Ο Κορνέτης μεγεθύνει στο 1973 και σε όλα εκείνα τα γεγονότα που συνέβαλαν στον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβρη εκείνης της χρονιάς. Η αφήγηση είναι πολύ καλή, ο Κορνέτης το έχει ψάξει το θέμα του (εξάλλου και η βιβλιογραφία για το «Πολυτεχνείο» είναι επαρκέστατη) και δίνει όλες τις απαραίτητες αιτιάσεις και πληροφορίες.
Νομική, πρώτη εμφάνιση αναρχικών (Μπαλής, Κωνσταντινίδης), καταλήψεις, στρατευμένοι φοιτητές, η περαιτέρω φιλελευθεροποίηση και τα «λάθη» της Χούντας, η Χιλή και η Ταϋλάνδη, ο Ζουρνατζής, ο Ψαρουδάκης, ο Μαρκεζίνης, η 14η , η 15η, η 16η και η 17η Νοέμβρη, ο Διομήδης Κομνηνός, η «Ρωμιοσύνη» στα μεγάφωνα, το τανκ στην πόρτα του Πολυτεχνείου… Ακόμη γίνεται λόγος για τις κινητοποιήσεις σε Πάτρα, Γιάννενα και Θεσσαλονίκη, όπως και για την περίοδο Ιωαννίδη και φυσικά για τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης (με τον Καραμανλή, πια, στο τιμόνι της χώρας), τη λεγόμενη «τρομοκρατία», τις δίκες των πρωταιτίων και των βασανιστών, την κατάληψη του Χημείου το ’79, για να κλείσει το κεφάλαιο με μια ακόμη ουσιαστική επισήμανση: «Ασφαλώς, η κατάσταση άλλαξε ριζικά μετά το 1981, με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Για τους περισσότερους πρωταγωνιστές του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, και παρά τη συνήθη απόρριψη του λαϊκισμού του ΠΑΣΟΚ της εποχής, το 1981 σηματοδότησε τον πραγματικό εκδημοκρατισμό της χώρας, σε αντίθεση με το μεσοδιάστημα των δεξιών κυβερνήσεων μετά το 1974, που είχαν διατηρήσει τα κατάλοιπα του αυταρχικού παρελθόντος».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Σ’ αυτές τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου επιχειρείται να συνδεθεί ο ελληνικός Νοέμβρης του ’73 με τον γαλλικό Μάη του ’68 (σε πρώτη φάση), όπως και με άλλες νεολαιίστικες εξεγέρσεις που συνέβησαν εκείνη τη σημαδιακή χρονιά. Θα συμφωνήσω (και) εδώ με τον συγγραφέα πως κάθε απόπειρα τέτοιου τύπου είναι παρακινδυνευμένη, καθώς υπάρχουν μεγάλες διαφορές που δεν ευνοούν ταυτίσεις.
Κλείνω, αυτή την κριτική παρουσίαση τού πολύ καλού βιβλίου του Κώστα Κορνέτη με τον τρόπο που την ανοίξαμε. Με το εξής παράθεμα από τον Επίλογο:
«Η οικονομική κρίση της εποχής μας δημιούργησε μια νέα τάση: τη διάθεση να απορρίπτονται πλήρως τόσο η Μεταπολίτευση γενικά όσο και η γενιά του Πολυτεχνείου ειδικά και να επιρρίπτεται σε αυτές το ανάθεμα για όλα τα κατοπινά δεινά της ελληνικής κοινωνίας. Η τάση αυτή απειλεί τα ίδια τα θεμέλια στα οποία οικοδομήθηκε η μεταδικτατορική συλλογική μνήμη. Απομένει να δούμε με ποιους τρόπους θα επηρεάσει στο μέλλον την πολιτική κουλτούρα της χώρας και την αυτοεικόνα της η αμφισβήτηση του γεγονότος που αποτέλεσε μέχρι τώρα την πεμπτουσία του εθνικού τόπου μνήμης».
Παρότι η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα έχει βάλει στο στόχο της, εδώ και κάποια χρόνια, το «Πολυτεχνείο» και χτυπάει αλύπητα ένα είναι σίγουρο. Όσο τα προτάγματα του «Πολυτεχνείου» παραμένουν ζωντανά και επίκαιρα ουσιαστικός κίνδυνος δεν υπάρχει. Τούτο όμως δε σημαίνει πως κι εμείς θα εφησυχάζουμε…