Το κλιπ είναι από την ταινία του Παύλου Τάσσιου «Οι Αντίζηλοι» (1968) με το Χρήστο Νέγκα, το Θανάση Μυλωνά και τη Χλόη Λιάσκου – που τρόμαξα να την γνωρίσω όταν είδα την ταινία, επειδή την είχα στο νου μου ξανθιά (και) από τους κάπως χαζούς ρόλους, που ετοίμαζε για κείνην ο Δαλιανίδης.
Οι «Αντίζηλοι» ήταν η τελευταία ταινία τής πανέμορφης και κομψότατης Λιάσκου και αξίζει (η ταινία) μόνο για το μεγάλο τραγούδι του Γιάννη Σπανού και του Άκου Δασκαλόπουλου, που λέει μοναδικά ο Πουλόπουλος. Α… και για τη Λιάσκου φυσικά…
22/4/2018
Ξεβλάχεμα στα σέβεντις. Όχι glossy τσαπα-τσούλες τώρα...
21/4/2018
Τα πιο βλακώδη, αστεία και επικίνδυνα εν τέλει κείμενα για τα 51 χρόνια από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου θα τα διαβάσεις στην Athens Voice. Από τις παρατεταμένες βλακείες του Δημήτρη Φύσσα σημειώνω δύο από τις… δέκα συνοπτικές σκέψεις του γύρω από τη χούντα:
Ο αντικομμουνισμός της χούντας δεν ήταν καθόλου απλοϊκός. Ήταν μεθοδικός και επιστημονικός (σε συνεργασία πάντα με τους Αμερικάνους) και με πρωτεργάτες τους «θεωρητικούς» Γεωργαλά, Πλεύρη κ.ά. Και καμμιά χούντα δεν έδωσε κανένα «φιλί ζωής» στην Αριστερά. Τη ζωή της η Αριστερά την καταμέτρησε στην Κατοχή, μέσω του μαρτυρικού, απελευθερωτικού αγώνα τού ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Και αυτόν τον αγώνα, και τους ανθρώπους του (όσοι πολέμησαν τον κατακτητή και τον ντόπιο συνεργάτη των Ναζί και όσοι εμπνεύστηκαν στην πορεία από κείνους τους αγώνες) είχαν πάντα κατά νου να ρημάξουν οι δωσίλογοι της χούντας.
Και γιατί αυτός ο ακροβατισμός στο σήμερα (για την «πολιτική τάση που διεθνώς πνέει τα λοίσθια (πλην Ελλάδας)»; Πού κολλάει; Μόνο στο μένος των πιο αντιδραστικών και σκοταδιστών φιλελέδων να φανούν, από την πίσω πόρτα, ως υποστηρικτές κατά βάση τού έργου τού Παπαδόπουλου. Ε, καλός ήταν, ασχέτως αν δεν τα κατάφερε και πολύ καλά… να ξεκληρίσει τους κομμουνιστές. Αυτή είναι η λογική τους. Μ’ έναν Πινοσέτ θα ήταν, σίγουρα, πιο ευχαριστημένοι!
>>Ε. Αισθητική του χειρίστου είδους: «Άγνωστος πόλεμος», τηλεόραση ΥΕΝΕΔ, «ελαφρολαϊκά» τραγούδια, «Πολεμική Αρετή των Ελλήνων», χαζοχαρούμενες κωμωδίες, «Ολυμπιάδα τραγουδιού», τσάμικα του Παπαδόπουλου και του Παττακού, γκρέμισμα του ρολογιού και ύψωση του γιαπιού «Εμπορικό Κέντρο» στον Πειραιά, «Οι γενναίοι του Βορρά» κλπ.<<
Άμα δε γούσταρε ο Φύσσας να βλέπει «Άγνωστο Πόλεμο» ας έβλεπε «Παράξενο Ταξιδιώτη» με τον Αλέξη Δαμιανό, που επί χούντας γύρισε, με τη βοήθεια του Στρατού, τη σημαντικότερη για πολλούς ελληνική ταινία, την Ευδοκία (και ας ψάξει να δει πού ήταν ο Δαμιανός επί δικτατορίας). Και όποιος εξισώνει τις γελοίες γιορτές της Πολεμικής Αρετής με τις Ολυμπιάδες Τραγουδιού, στις οποίες εμφανίστηκαν μέγιστοι καλλιτέχνες και συγκροτήματα, είναι άσχετος και να μη μιλάει γι’ αυτά τα θέματα. Όπως δεν πρέπει να μιλάει και όποιος καταφέρεται, συλλήβδην, εναντίον του ελαφρολαϊκού και των ουκ ολίγων αριστουργημάτων του. Να ένα…
Τους βλέπω στη γειτονιά πάνω από κάτι φυλλάδια και φυλλάδες να μη σηκώνουν κεφάλι. Και τι διαβάζουν; Για το πρωτάθλημα της Αιγύπτου, ου μην αλλά και του… Μπαγκλαντές!
Έπαιζα κι εγώ ΠροΠό κάποτε, όταν υπήρχε μόνο ΠροΠό και δε χρειαζόταν τίποτα για να μελετήσεις (ούτε εκείνο το γελοιότερο όλων, που αποκαλείται «παράδοση»), καθώς το μόνο που αρκούσε ήταν να είχες μιαν απλή επαφή με το χώρο – να σ’ αρέσει δηλαδή το τόπι και να το παρακολουθείς κάπως. Α, Β Εθνική τα βασικά και λίγο από Ιταλία.
Όμως κι εμείς, που μας άρεσε και το παρακολουθούσαμε, το μόνο που είχαμε καταφέρει ήταν να βγάλουμε κάποια στιγμή 13άρι μαζί με τη μισή Ελλάδα… όταν η γιαγιά, που συμπλήρωνε δυο στήλες στα κουτουρού, τίναζε την μπάνκα στον αέρα. (Παρά ταύτα ένας φίλος, που είχε αποφασίσει να στέλνει τη γιαγιά του για να του αγοράζει έτοιμα δελτία, ήταν μονίμως στον κουβά).
Μάγκες μου, γι’ αυτό τα λένε «τυχερά παιγνίδια». Γιατί κερδίζει ο κωλόφαρδος και ο ατζαμής. Γιατί δεν κερδίζει ούτε ο πονηρός, ούτε ο έξυπνος. Γι’ αυτό αφήστε το διάβασμα… ποιος είναι τραυματίας, ποιος δεν θα παίξει, σε τι θέση είναι η Ελ Ντακλέγια και η Σμούχα και πιάστε καμμιά κουβεντούλα για τη… σημαία στον Ανθρωποφάγο.
Κι επειδή το θέμα με τον Κωστόπλο (όπως θα τον έλεγαν και στον Πύργο… έτσι χωρίς «ου») τραβάει, εγώ θα πω και το εξής.
Εμένα δεν μ’ ενδιαφέρει ο Κωστόπουλος του NΙTRO, γιατί τότε ήμουν αρκετά μεγάλος (εννοώ δεν ήμουν 20χρονος) για να διαβάζω, ενδεχομένως, σαχλαμάρες. Μ’ ενδιαφέρει κυρίως ο Κωστόπουλος του ΚΛΙΚ, ένα περιοδικό που βγήκε το 1987 και με είχε βρει, τότε, λίγο πάνω από τα 20. Είναι άλλο, θέλω να πω, να είσαι 20χρονος και άλλο 30χρονος κ.λπ. Μην τα μπερδεύουμε όλα.
ΚΛΙΚ είχα ξεφυλλίσει τυχαία σε σπίτια γνωστών τότε κι εκείνο που θυμάμαι είναι πως το είχα βρει παντελώς αδιάφορο, αν όχι και αποκρουστικό. Έτρεφα πάντοτε, και τρέφω ακόμη, μια αγάπη κι ένα σεβασμό για τη λαϊκή κουλτούρα και όλο εκείνο το… κωλομεγλυφέ στυλ τού ΚΛΙΚ μού προκαλούσε εμετό. Εξάλλου, από την εφηβεία είχαμε μπλέξει και με το ροκ, και όπως όλοι αντιλαμβάνονται δεν υπήρχε περίπτωση ποτέ ροκάς να διαβάζει Κωστό – τον οποίον διάβαζαν βασικά οι καρεκλάδες της εφηβείας μας. Το ροκ, θέλω να πω, εμένα τουλάχιστον (φρονώ το ίδιο και για άλλους) με προφύλαξε από πολλούς μαλάκηδες στην πορεία.
Όταν υπήρχε λοιπόν το κάπως εστέτ, αλλά σοβαρό ΤΕΤΑΡΤΟ του Χατζιδάκι (και μετά το Χατζιδάκι), όταν υπήρχε η ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ του Στεμνή (που ήταν σαν το Τέταρτο σε θεματολογία, αλλά με ουσιωδώς λαϊκή κατόπτευση), όταν υπήρχε για το σινεμά η ΟΘΟΝΗ (το καλύτερο κινηματογραφικό περιοδικό των έιτις), όταν υπήρχαν τα μουσικά περιοδικά και βασικά το κορυφαίο ΝΤΕΦΙ, όταν υπήρχε το ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ με τα κόμιξ του R.Crumb, όταν υπήρχε η ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ για την underground πληροφόρηση, όταν υπήρχαν λογοτεχνικά περιοδικά σαν τον ΧΑΡΤΗ και ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ τότε θα έπρεπε να ήσουν τελείως χαϊβάνι, τελείως μαλαπέρδας αν περίμενες να μάθεις κάτι παραπάνω από το ΚΛΙΚ.
Υπήρχαν άνθρωποι που δε μεγάλωσαν με τις παπαριές του Κωστόπουλου στα έιτις. Κι έτσι στα nineties, όταν το πιο χυδαίο life style είχε γίνει καθεστώς, αυτοί οι άνθρωποι είχαν ρίξει ήδη άγκυρα, που είχε πιάσει βαθιά και δεν ξεκουνούσε με τίποτα… Αυτά τα ολίγα…