Τον Στυλιανό Τζιρίτα τον γνωρίζω, και προσωπικά, αρκετά χρόνια – από τότε (2002) που μου είχε φέρει στο
Jazz & Tζαζ (ο ίδιος) το
CDr των Κοψωκέφαλων. Αργότερα άκουσα κι άλλες εγγραφές του (με τους
Trypanosoma, τις προσωπικές κασέτες του), ενώ διάβαζα/διαβάζω και τα κατά καιρούς κείμενά του στο
SONIK ή αλλού (δεν θυμάμαι τώρα).
Με τον Τζιρίτα έχουμε επίσης συναντηθεί σε δισκάδικα κι έχουμε συζητήσει για μουσική ή γενικότερα για θέματα που αφορούν και τη μουσική. Είναι καλός συζητητής ο Στυλιανός, υποστηρίζοντας με πάθος τα πιστεύω του – όπως πρέπει να κάνουμε όλοι. Μπορεί να διαφωνούμε ή να συμφωνούμε σε διάφορα, αλλά εγώ τώρα θέλω να πω, κυρίως, για κάποια που μας ενώνουν…
|
Πηγή: discogs |
Κάποτε (4/12/2012) είχα γράψει, εδώ στο δισκορυχείον, κάτι για το SONIK και το αφιέρωμά του «Μισός Αιώνας Ελληνικό Ροκ» καταλήγοντας σ’ εκείνο το κείμενο (οι εμφάσεις δικές μου):
«Υπάρχουν όμως και σωστές απόψεις στο SONIK… Λέει κάπου ο Στυλιανός Τζιρίτας, γράφοντας για το early 70s ελληνικό ροκ: “Το rock, ναι μεν έχει το χαρακτηρισμό του αποσαθρωτή[sic], αλλά κομμουνιστικό, άρα και αποδιοπομπαίο δεν είναι – ακριβώς επειδή έχει ελευθεριότητα, και όχι σαφή στόχο” και πιο κάτω πως “με τις φαβορίτες και τους οργασμούς δεν πέφτουν κυβερνήσεις (πόσο μάλλον αυταρχικές), οπότε το ταρακούνημα του Πολυτεχνείου και η έτσι κι αλλιώς διάβρωση της πολιτικής ιεραρχίας, συν το εσχατικό πραξικόπημα κατά της Κυπριακής κυβέρνησης, που οδήγησε στην κερκόπορτα για την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1974, έφερε το τέλος για τους συνταγματάρχες”.
Τα κουτορνίθια να τα διαβάζουν αυτά, που νομίζουν ότι η “ψυχεδελική νεολαία” έκανε το Πολυτεχνείο και όχι η οργανωμένη Αριστερά. Μπράβο ρε Τζιρίτα, να σε φιλήσω! Κι ας έχεις τους Taxi και όχι τους Πελόμα Μποκιού στα καλύτερα των seventies…».
Αυτά… παλιά.
Φίλος μού είπε πως εσχάτως ο Τζιρίτας τα έχωσε στον Brian Eno για την εγκατάσταση τού “The Ship” στη Στέγη. Αν και δεν βρήκα κάπου το κείμενό του για να το διαβάσω μ’ ένα πρώτο ψάξιμο (όποιος το γνωρίζει ας μας στείλει link), θεωρώ θετικό να αντιπαραβάλλεται μιαν «άλλη άποψη», στην ποζιτιβιστική δημοσιογραφική ισοπέδωση που σχετίστηκε με το συμβάν (κυρίως από ανθρώπους που δεν κατέχουν, και που δεν έχουν ούτε μισό δίσκο τού Eno στο σπίτι τους).
Διάβασα, όμως κάτι δικό του στο popaganda (συνέντευξη τής 26/10), που μου άρεσε.
Ο Τζιρίτας ετοίμασε κάποια παράσταση (performance) στην οποία τα χώνει, εξ όσων κατάλαβα, στις «αμερικανιές» (ο τίτλος της είναι “My Life as an American – Η ζωή μου ως Έλλην”) και γι’ αυτές εξηγεί τα σχετικά. Τον ρωτά η δημοσιογράφος για τις πέντε αμερικανιές (το «πέντε», το τοπ δηλαδή, είναι κι αυτό αμερικανιά, αλλά μάλλον ο Στυλιανός δεν το έχει σκεφτεί!) στις οποίες επιδίδονται με πάθος οι Έλληνες. Απαντά:
«Δεν θα απαριθμήσω, αλλά σαφώς πρώτο θα μπει το κτηνώδους αισθητικής ζήτημα του birthday και ως τραγουδιού αλλά και εννοιολογικής διάστασης. Και ως λαός και ως πολιτισμική ραχοκοκαλιά έχουμε διαφορετική σχέση με την έννοια του χρόνου, κάτι που έχει να κάνει όχι μόνο με τη στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στα πνευματικά ζητήματα αλλά και με ένα γενικότερο ευδαιμονισμό που διακατέχει τη μεσογειακή λεκάνη, ο οποίος και απαγορεύει την καταμέτρηση του χρόνου μέχρι τη στιγμή του θανάτου, γι’ αυτό και τότε γινόμαστε τόσο δραματικοί όταν αυτή έρχεται.
Η επίσης μεγάλη “αμερικανιά”, και τολμώ να πω ότι σε αυτήν αναφέρομαι περισσότερο ως δράστης στην performance, έχει να κάνει με την ονείρωξη περί μιας αμερικάνικης ρεμπέλικης rock n’ roll διάστασης ζωής που δεν είχε καμία σχέση με το πραγματικό βίωμά μας, ασχέτως αν βοήθησε σε απίστευτο βαθμό στο να ξεφύγουμε στις δεκαετίες ’60-’70-’80 από μια λαίλαπα κακής αισθητικής που σάρωσε τον τόπο ένεκα ανυπαρξίας βιομηχανικής επανάστασης στην Ελλάδα. Αυτό αργότερα πέρασε και σε πιο mainstream επίπεδα ακροατών/ θεατών/ αναγνωστών».
Κατ’ αρχάς και σε σχέση με τα γενέθλια θα συμφωνήσω απολύτως. Τούρτες, κεριά που σβήνουν, “happy birthday” και άλλα θλιβερά… Πρόκειται για μια απλή γελοιότητα… εξορκισμού τού (αναπόφευκτου) τετελεσμένου, που δεν αγγίζει καθόλου τη δική μας ιδιοσυστασία. Δεν θα έπρεπε να την αγγίζει δηλαδή.
Τι να πει κανείς, όμως, όταν σε λίγο θα έχουμε μετατρέψει ακόμη και το βλακώδες Halloween σε… εθνική γιορτή; Εδώ, το κράξιμο θα πρέπει να πέσει πρώτα στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών, που προπαγανδίζουν… γραικύλικα στα αθώα παιδάκια, οποιαδήποτε αμερικανόφερτη παπαρία.
Το καλύτερο, όμως, ο Τζιρίτας το φυλάει για το rock. Στην Ελλάδα οι πρώτοι αμερικανόπληκτοι (η γενιά του μακαρίτη σκηνοθέτη Νίκου Νικολαΐδη) ευθύνονται για την καταστροφική «μυθοποίηση» του ροκ στην Ελλάδα.
Είναι αυτοί που νομίζουν πως για να αντιληφθείς το ροκ θα πρέπει να συμπεριφέρεσαι σαν… αμερικανάκι, εμφανίζοντας, πρωτίστως, παραβατική συμπεριφορά. Να κλέβεις αυτοκίνητα (όπως κάνανε οι πρώτοι… διδάξαντες στα τέλη του ’50), να ρίχνεις γιαούρτια, να συχνάζεις σε φλιπεράδικα και σφαιριστήρια (παλιότερα), να συμμετέχεις σε επεισόδια, να ρίχνεις ή και να τρως ξύλο (είναι κι αυτό «παράσημο»), να παίρνεις ναρκωτικά, να καβαλάς μηχανές (σαν αποχαυνωμένος... easy rider), να αποστρέφεσαι την πολιτική και τα κόμματα, να ζεις εις βάρος άλλων δίχως να δουλεύεις, να φτύνεις σαν ηλίθιος τους διάφορους θεσμούς (την οικογένεια π.χ.) κ.ο.κ.
Βεβαίως ο Τζιρίτας λέει παρακάτω πως αυτή ακριβώς η «ονείρωξη» βοήθησε στο να ξεφύγουμε από την «κακή αισθητική», που ενέσκηψε στον τόπο μετά από τα sixties, επειδή δεν περάσαμε από βιομηχανική επανάσταση (όπως ισχυρίζεται).
Τούτο, όμως, είναι ακόμη πιο σοβαρό (εγώ δεν το πολυπιστεύω αυτό) και χρειάζεται επιτόπια «ζωντανή» κουβέντα (και επεξηγήσεις), ώστε να μη χαθούμε…
Μπορεί και να γίνει...