11/1/2018Πώς έχουν τα πράγματα, χοντρικά, με τα Σκόπια;
Το πανηγύρι ξεκινάει από πέρσι όταν οι Αμερικάνοι φάγανε τον εθνικιστή Γκρουέφσκι, ο οποίος ήταν δηλωμένος εχθρός του Σόρος και σκιώδης φίλος του Πούτιν (που έχει αναγνωρίσει τη "Μακεδονία" ως γνωστόν). Οι Αμερικάνοι δώσανε το χρίσμα στον σοσιαλδημοκράτη και-καλά Ζάεφ (έγιναν εκλογές φυσικά… πάντα γίνονται εκλογές), πέσανε και κάτι κατάσκοποι και… πράκτορες του ιμπεριαλισμού από δίπλα, με τον Γκρουέφσκι να κοντεύει να μπει στη φ
υλακή για υποκλοπές. Οι Γιάνκηδες πάνε Ζάεφ με χίλια –τον Γκρουέφσκι δεν τον γουστάρανε με τίποτα (το ξαναλέω), γιατί, πέραν των λοξοκοιταγμάτων του προς Ρωσία, ήταν και κατά της «σύνθετης ονομασίας», γεγονός που δεν ευνοούσε την είσοδο των Σκοπίων σε ΝΑΤΟ και ΕΕ– και μέσω αυτού (μέσω Ζάεφ εννοώ) σπρώχνουν άμεσα κι εμάς για την επίλυση του ονοματολογικού. Έτσι κάπως ήρθε το «όνομα» και στο ελληνικό προσκήνιο, και όχι γιατί Σκοπιανοί και Έλληνες αποφάσισαν μόνοι τους να τα βρούνε μετά από τόσα χρόνια.
Τέλος πάντων, από τη στιγμή που χάθηκε στα nineties το Σλαβομακεδονία (ένα «τέλειο» όνομα), ό,τι και να μας δώσουν τώρα οι Αμερικάνοι (ο γερο-Νίμιτς) θα είναι χειρότερο. Το θέμα είναι να μην είναι ανεπανόρθωτα χειρότερο, όπως το «Νέα Μακεδονία», «Νόβα Ματσεντόνια» και τέτοια, ένα όνομα που προωθείται και από εγχώριους φιλελέδες και που μπορεί να αποδειχθεί καταστροφικό. Μένει να φανεί βέβαια αυτό (αν θα αποβεί καταστροφικό), αλλά θεωρητικά σαν όνομα είναι άθλιο.
Το «Νέα» δεν είναι γεωγραφικός προσδιορισμός, αλλά χρονικός, και εμπεριέχει αλυτρωτισμό, αφού αντιδιαστέλλεται με την… Παλιά Μακεδονία, που δεν ξέρουμε ποια είναι. (Όποια θέλουν οι Σκοπιανοί είναι δηλαδή, από… Φίλιππο Β και πέρα).
Το θέμα λοιπόν με το όνομα είναι να εξασφαλιστεί, αφού χάθηκε μια για πάντα το… Σλαβοαλβανομακεδονία και τα ρέστα, πως η ονομασία θα αναφέρεται σε «μέρος» της Μακεδονίας και όχι στο «όλον» (γιατί το «όλον» δεν ανήκει επ’ ουδενί στα Σκόπια, αφού υπάρχει γεωγραφική ελληνική και βουλγαρική Μακεδονία). Άρα ο προσδιορισμός θα πρέπει να είναι οπωσδήποτε γεωγραφικός (για όλες τις χρήσεις όπως λένε, μέσα κι έξω από τα Σκόπια) και όχι χρονικός. Αφήνω κατά μέρος το θέμα της ονομασίας της γλώσσας και της εθνικότητας (και της τοπικής Εκκλησίας ακόμη-ακόμη), που είναι κι αυτά εξ ίσου σημαντικά ή και σημαντικότερα – είτε την πατήσουμε στο όνομα, που θα μας προτείνουν οι Αμερικάνοι, είτε όχι.
Τώρα, τι ρόλο παίζει ο Τσίπρας σ’ όλα αυτά; Κανέναν απολύτως. Αυτός έχει άλλες καΐλες. Φτιάχνει το αφήγημα της… μεταμνημονιακής Ελλάδας.
11/1/2018
Πριν κάποιο καιρό είχα βρεθεί με μια παρέα τριαντάρηδων σε μια καφετέρια (τη θυμάμαι τη φάση σαν τώρα), προσέχοντας σ’ ένα τραπέζι, παραπέρα, να κάθεται ο Τάκης Λουκανίδης – αυτός ο μέγας ποδοσφαιριστής κυρίως των σίξτις. Πράσινος ποτέ δεν υπήρξα, τον Λουκανίδη μπορεί να μην τον πρόλαβα να παίζει μπάλα, είχα μάθει όμως από παλιότερους –όταν ήμουν μικρός και μ’ ενδιέφερε το ποδόσφαιρο–, τα κατορθώματά του. Σας πληροφορώ, λοιπόν, πως κανένας από την παρέα δεν τον είχε αναγνωρίσει. Και μιλάω για ανθρώπους όχι ασχέτους με το τόπι. Παραξενεύτηκα και… στενοχωρήθηκα ταυτοχρόνως.
Όταν πέρασε, λοιπόν, κάποια στιγμή από μπροστά μου, αυτή η μεγάλη μορφή του ελληνικού ποδοσφαίρου, σηκώθηκα από την καρέκλα μου και του είπα γεμάτος… πώς να το πω… συγκίνηση: «τα σέβη μου κύριε Τάκη». Την ίδιαν ακριβώς στιγμή άκουγα από ένα διπλανό τραπέζι έναν 70άρη, από μια παρέα γερόντων, να μου απευθύνεται… «Είσαι μικρός εσύ… πού να τον έβλεπες να παίζει κιόλας…». Και καθώς έγνεψα με συγκατάβαση είπα να βολευτώ με κάτι Κουρμπέληδες και κάτι Ταχτσίδηδες…
ΤΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΝΙΔΗΣ RIP
11/1/2018
Μερικές από τις πιο γελοίες φωτογραφίες που έχω δει τον τελευταίο καιρό (ουδεμία μομφή για το φωτογράφο εννοείται) είναι αυτές της υπουργού Αχτσιόγλου, κατά την εισβολή του ΠΑΜΕ στο γραφείο της. Το παίξιμο με τα χέρια, προς αναζήτηση αθωότητας, είναι παλιό κόλπο. Και σαν παλιό δεν μπορεί να παρασύρει, πια, ούτε τα νιάνιαρα.
Από τη στιγμή που δεν έχεις τι να πεις μπροστά στο αγριεμένο πλήθος, που σ’ έπιασε στα πράσα –γιατί ό,τι και να πεις θα είναι απλώς όσα σου βάλανε στο στόμα τ’ αφεντικά σου–, εκτελείς λίγες… ασκήσεις γυμναστικής, παίζεις δηλαδή σαν σε φαρσοκωμωδία το ρόλο της αθώας παιδούλας, που ενώ κατέβασε από το ράφι το βάζο, τρώγοντας όλο το γλυκό, ισχυρίζεται πως δεν ξέρει τίποτα για το «φόνο».
Οι μνημονιακοί υπουργοί έχουν μάθει να κρύβονται, καθώς βγαίνουν να πουν τις παρλαπίπες τους μόνο σε στημένα πάνελ. Όταν τους πιάνεις εξαπίνης δείχνουν απλώς ανέτοιμοι να διαχειριστούν την υποτέλειά τους.
10/1/2018
Θα μπορούσες να το πεις και αρχοντορεμπέτικο αυτό το τραγούδι, το «Μποέμ», αν δεν προερχόταν από το 1959 (όταν το αρχοντορεμπέτικο ήταν πια παρελθόν). Είναι ένα ζεϊμπέκικο πάντως σε μουσική Δημήτρη Κύρου και στίχους Γιώργου Κοτζιούλα (ενός σημαντικού ποιητή, πεζογράφου και μεταφραστή της Αριστεράς, που πέθανε το 1956 στα 47 χρόνια του). Ένα τραγούδι, που ακούστηκε (με κάπως αλλαγμένους στίχους) στο Πρώτο Φεστιβάλ (Ελαφρού) Τραγουδιού του ΕΙΡ από το Τρίο Μπελκάντο.
Ο Κοτζιούλας δεν έχει ανακαλυφθεί από το ελληνικό τραγούδι (δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό) και αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να θυμηθώ άλλο μελοποιημένο ποίημά του πέραν του φοβερού «Η μπαλάντα της Ελένης» από τους Αγάπανθος (μουσική Χάρης Κατσιμίχας & Ντόριαν Κόκας) το 1975, που το ακούτε στα σχόλια…